- προπηλακίζομαι
- προπηλακίζομαι, προπηλακίστηκα, προπηλακισμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
προπηλακίζομαι — προπηλακίζω bespatter with mud pres ind mp 1st sg προπηλακίζω bespatter with mud pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)